- νικελώνω
- νικέλωσα, νικελώθηκα, νικελωμένος, καλύπτω κάτι με λεπτό στρώμα νικελίου, αλλ. επινικελώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νικελώνω — επικαλύπτω επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου με στρώμα νικελίου, επινικελώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικέλιο. Η λ., στον λόγιο τ. νικελῶ, όω, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
νικέλωμα — το επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα νικελίου, επινικέλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικελώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
νικέλωση — η [νικελώνω] νικέλωμα … Dictionary of Greek
επινικελώνω — επινικέλωσα, επινικελώθηκα, επινικελωμένος, μτβ., επικαλύπτω μεταλλική επιφάνεια με λεπτό στρώμα από νικέλιο, νικελώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)